σκατό

σκατό
το, Ν
1. ανθρώπινο ή ζωικό περίττωμα, κόπρανο
2. μτφ. παιδί άπραγο, άμαθο («μια σταλιά σκατό και σού κάνει τον έξυπνο»)
3. στον πληθ. «σκατά» — χυδαία αναφώνηση αγανάκτησης ή οργίλης άρνησης
4. φρ. «σκατά κι απόσκατα» — λέγεται για πράγματα που είναι εντελώς ανάξια λόγου
5. παροιμ. «τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε» — λέγεται για να δείξει πως οι συκοφαντίες δεν θίγουν τους αθώους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκατό έχει σχηματιστεί από τον πληθ. σκατά τού αρχ. σκώρ, σκατός (πρβλ. κέρατο < κέρατα, πληθ. τού κέρας, -ατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκατο- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. σκατό και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα περιττώματα, στα κόπρανα (πρβλ. σκατο λογία, σκατό μυγα, σκατο φαγία). Η μορφή χρησιμοποιείται συνήθως με… …   Dictionary of Greek

  • σκατο- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, όπως σκατόπαιδο, σκατόγερος, σκατοδουλειά κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκατό — το κόπρανο ανθρώπων ή ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκατούλα — η, Ν [σκατό] 1. μεγάλο σκατό 2. μτφ. (για γυναίκα) α) κακοήθης β) μικρό κορίτσι …   Dictionary of Greek

  • Scatology — For the Coil album, see Scatology (album). In medicine and biology, scatology or coprology is the study of feces. Scatological studies allow one to determine a wide range of biological information about a creature, including its diet (and thus… …   Wikipedia

  • Escatología (fisiología) — Saltar a navegación, búsqueda Escatología es la parte de la fisiología dedicada al estudio de los excrementos y los desechos corporales tales como la materia fecal, la orina, la menstruación, entre otros. El término escatología viene del griego… …   Wikipedia Español

  • σκατάς — ο, Ν μτφ. (υβριστικώς) παλιάνθρωπος, λέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. άς (πρβλ. κερατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σκατένιος — ια, ιο, Ν 1. αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα 2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, που είναι ανάξιος λόγου, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος, σιδερ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σκατής — ιά, ί, Ν αυτός που έχει το χρώμα τών κοπράνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ής (πρβλ. θαλασσ ής, σταχτ ής)] …   Dictionary of Greek

  • σκατίλα — η, Ν δυσοσμία από κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα, ψαρ ίλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”