σκατο- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. σκατό και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα περιττώματα, στα κόπρανα (πρβλ. σκατο λογία, σκατό μυγα, σκατο φαγία). Η μορφή χρησιμοποιείται συνήθως με… … Dictionary of Greek
σκατο- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, όπως σκατόπαιδο, σκατόγερος, σκατοδουλειά κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκατό — το κόπρανο ανθρώπων ή ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκατούλα — η, Ν [σκατό] 1. μεγάλο σκατό 2. μτφ. (για γυναίκα) α) κακοήθης β) μικρό κορίτσι … Dictionary of Greek
Scatology — For the Coil album, see Scatology (album). In medicine and biology, scatology or coprology is the study of feces. Scatological studies allow one to determine a wide range of biological information about a creature, including its diet (and thus… … Wikipedia
Escatología (fisiología) — Saltar a navegación, búsqueda Escatología es la parte de la fisiología dedicada al estudio de los excrementos y los desechos corporales tales como la materia fecal, la orina, la menstruación, entre otros. El término escatología viene del griego… … Wikipedia Español
σκατάς — ο, Ν μτφ. (υβριστικώς) παλιάνθρωπος, λέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. άς (πρβλ. κερατ άς)] … Dictionary of Greek
σκατένιος — ια, ιο, Ν 1. αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα 2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, που είναι ανάξιος λόγου, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος, σιδερ ένιος)] … Dictionary of Greek
σκατής — ιά, ί, Ν αυτός που έχει το χρώμα τών κοπράνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ής (πρβλ. θαλασσ ής, σταχτ ής)] … Dictionary of Greek
σκατίλα — η, Ν δυσοσμία από κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα, ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek